Η δραματική μείωση των αλιευτικών αποθεμάτων και τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο τομέας της αλιείας στην Ευρώπη, που με τη σειρά τους προέρχονται από και προκαλούν τον φαύλο κύκλο της υπεραλίευσης, συζητήθηκαν σε ειδική ακρόαση στο ΕΚ, εν όψει της νέας αναθεώρησης της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής, με βάσει τις προτάσεις που έχει παρουσιάσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, το ένα τρίτο των αλιευμάτων στην Ευρώπη βρίσκεται ήδη κάτω από το όριο ασφαλείας, με άλλα λόγια κινδυνεύει άμεσα με πλήρη εξαφάνιση.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του μπακαλιάρου της Βορείου Θαλάσσης, το 93% του οποίου καταλήγει στα δίχτυα των ψαράδων πριν προλάβει να αναπαραχθεί.
Το πρόβλημα του διεθνούς ανταγωνισμού
Στην ακρόαση στο ΕΚ, οι εκπρόσωποι των επαγγελματιών του κλάδου κατήγγειλαν τον ανταγωνισμό που υφίστανται από τις εισαγωγές ψαριών από τρίτες χώρες.
Ο Robert Stevenson της Ένωσης Αλιέων Βορείου Θαλάσσης, δήλωσε ότι «είναι απαράδεκτο η ευρωπαϊκή παραγωγή να υπόκειται στις ελάχιστες τιμές που τίθενται σε επίπεδο ΕΕ», την ώρα που κανένα εμπόδιο δεν υπάρχει στις εισαγωγές πολύ φτηνότερων και, κατά τον ίδιο, «πολύ συχνά χειρότερης ποιότητας» προϊόντων από τρίτες χώρες.
Σημειώνεται, ότι περίπου το 60% των ψαριών που καταναλώνονται στην Ευρώπη είναι εισαγόμενα. Οι παραγωγοί ζητούν ξεκάθαρη και απολύτως διαφανή σήμανση των εισαγόμενων προϊόντων, ώστε να είναι απόλυτα σαφής η προέλευσή τους και ο τρόπος παραγωγής καθώς και να διευκολυνθεί η εξισορρόπηση προσφοράς και ζήτησης σε κάθε προϊόν.
Τέλος, ζητούν να διατηρηθεί η εγγύηση ελάχιστης τιμής και η επιδότηση για την απόσυρση και καταστροφή των αλιευμάτων όταν αυτά δεν πιάνουν, στην αγορά, την ελάχιστη τιμή.
Στην ακρόαση κλήθηκαν επίσης να καταθέσουν εκπρόσωποι των συσκευαστηρίων, που αγοράζουν και επεξεργάζονται το μεγαλύτερο μέρος των εισαγόμενων ψαριών, οι οποίοι εξέφρασαν την απογοήτευση τους για τον ελάχιστο χώρο που καταλαμβάνει ο τομέας τους στην Πράσινη Βίβλο, στην οποία παρουσιάζει τις προτάσεις της η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αλλά και την ανησυχία τους για το ενδεχόμενο περαιτέρω περιορισμών στις εισαγωγές.
Η αναθεώρηση της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής το 2002, επικεντρώθηκε κυρίως στον περιορισμό του μεγέθους του στόλου, με επιδότηση της διάλυσης των υπεράριθμων αλιευτικών ώστε να μειωθεί το παραγωγικό δυναμικό στην Ευρώπη, με την ελπίδα ότι αυτό θα επιτρέψει την ανάκαμψη των αποθεμάτων.
Ο Francisco Teixeira της ισπανικής ένωσης παραγωγών Marin, επισήμανε ότι «πρέπει να εξασφαλίσουμε ότι θα υπάρξουν νέες γενιές ψαράδων στην Ευρώπη».