Εθνικός Δρυμός Πίνδου ή αλλιώς “Βάλια Κάλντα”, που στα βλάχικα σημαίνει “Ζεστή Κοιλάδα”. Το όνομα της το πήρε κατ’ ευφημισμό μιας και αποτελεί μια από τις πιο κρύες και υγρές περιοχές της πατρίδας μας. Η μεγάλη κοιλάδα με πυκνά δάση πεύκων και οξιάς, την οποία διασχίζει ορμητικά ο παραπόταμος του Αώου, το Αρκουδόρεμα, περικλυμένος από τα επιβλητικά απόκρυμνα βουνά του Λύγκου, αποτελεί το ορόσημο του Δρυμού. Η συνολική έκτασή του δρυμού είναι 7.000 εκτάρια και ανήκει στους νομούς Ιωαννίνων και Γρεβενών.
Χαρακτηριστηκό του Δρυμού είναι οι αγέρωχες, ψηλές χιονισμένες κορυφές, οι ατέρμονες κορυφογραμμές, τα αιωνόβια σκοτεινόχρωμα δάση κωνοφόρων, φθινοπορινά δάση οξιάς, καταπράσινα λιβάδια, πηγές νερό σαν κρύσταλλο και κελαριστά ρέματα δημιουργούν ένα μοναδικό άγριο περιβάλλον μέσα σε ένα καταπληκτικό αλπικό τοπίο.
Η Βάλια Κάλντα είναι περιτρυγιρισμένη από τα βουνά του Λύγκου, των οποίων οι κορυφές φτάνουν πάνω από τα 2.000 μέτρα, αγκαλιασμένες από το λευκό του χιονιού. Βόρεια βρίσκεται το Αυγό (2.177μ), βορειανατολικά η Πυροστιά (1.967μ), ανατολικά το Κακοπλεύρι ή Μηλια (2.160μ), και στα νότια το Μαυροβούνι το οποίο χαρακτηρίζεται από τις κορυφές της Φλέγγας (2.159μ), τα Τρία σύνορα (2.050μ), τα Αφτιά (2.082), την Καπετάν Κλη (2.036μ), τη Σαλατούρα (2.019μ), και το Δίκορφο (1.977μ).
Ο αρμονικός ήχος του νερού ηχεί σε ολόκληρη την κοιλάδα καθώς κρυστάλλινες πηγές σχηματίζουν ρέματα τα οποία στη συνέχεια συναντούν το Αρκουδόρεμα, το οποίο είναι και το μεγαλύτερο ποτάμι του Δρυμού, και χύνεται μέσα στον Αώο, στα όρια του Δρυμού.
Η μεγαλύτερη έκταση του Δρυμού, από τα βόρεια του Μετσόβου έως και τον Σμόλικα, βρίσκεται πάνω σε μάζες οφειολιθικών συμπλεγμάτων εκτός της περιοχής της Βοβούσας και του Περιβολίου όπου παρατηρείται μια λωρίδα Φλύσχη.
Τα εδάφη του Δυρμού έχουν σχηματιστεί από την αποσάθρωση περιδοτίτη και σερπεντίνη.
Το κίμα της κοιλάδας χαρακτηρίζεται μεσευρωπαϊκό καθώς επικρατεί ο ορεινός κλιματικός τύπος με τραχείς χειμώνες, άφθονες βροχές και χιονοπτώσεις, και δροσερά καλοκαίρια με πολλές τοπικές βροχές. Επίσης υψηλή είναι η νέφωση και οι παγετοί που αρχίζουν κατά τη διάρκεια του φθινοπόρου και διαρκούν μέχρι και τέλη της άνοιξης, ενώ ο Δρυμός καλύπτεται με χιονί 7 με 9 μήνες το χρόνο.
Το πλούσιο και άγριο φυσικό περιβάλλον του Δρυμού αποτελεί καταφύγιο για την άγρια ζωή του βουνού. Η καφέ αρκούδα του Λύγκα, καθώς και άλλα μεγάλα θυλαστικά είναι αξιοσημείωτες παρουσίες άγριων ζώων και μέχρι και σήμερα, είναι γνωστό πως ο Δυρμός αποτελεί καταφύγιο και προστατεύει 7 είδη αμφιβίψν, 10 είδη ερπετών, 70 είδη πουλιών και 17 είδη θηλαστικών, ενώ η προσφορά του στην προστασία της εντομοπανίδας είναι άγνωστη, Στα εδάφη του επίσης υπάρχουν 415 είδη φυτών, ενώ η υγρασία του δάσους διατηρεί μια πλούσια μυκοχλωρίδα με 86 είδη μανιταριών.
Εκεί όπου βρίσκεται η Βάλια Κάλντα και το Αρκουδόρεμα απλώνονται μεγάλες εκτάσεις από δάση μαυρόπευκου οξιάς και πολύ σπάνιων ελάτων. Αινιγματική είναι η παρουσία μικρών συστάδων δασικής πεύκης μέσα στα δάση μαυρόπευκου και οξιάς, καθώς απαιτεί υγρότερα και ψυχρότερα κλίματα και κάνει τη εμφάνιση του στο νοτιότερο άκρο της Βαλκανικής. Στα ορεινότερα σημεία φυτρώνει μόνο το είδος του ανθεκτικού στο ψύχος κωνοφόρο δέντρο, το υπεραιωνόβιο ρόμπολο. Το καθένα μόνο του θα πρέπει να θεωρηθεί ως ένα ζωντανό μηνμείο της Φύσης.
Στα μεγάλα υψόμετρα, πάνω από το ανώτερο υψωμετρικό των δασών, στα ξέφωτα εκτείνονται υποαλπικά λιβάδια.
Στα μεγάλα ρέματα του Δρυμού ζει η πέστροφα της ο οποίας η παρουσία είναι έντονη σε ποτάμια με πετρώδη πυθμένα, κρύα νερά με υψηλή περιεκτηκότητα σε οξυγόνο και μηδαμινή θολερότητα.
Στα νερά των ρεμάτων, των πηγών και των λιμνών ζουν 7 είδη αφμιβίψν. Το πιο γνωστό από αυτά είναι ο αλπικός τρίτωνας που ζει στις ορεινές λίμνες όπως αυτές της Φλέγκας (1850μ). Το καλοκαίρι μπορεί κάποιος να δει και τη βομβίνη, ένα μικρό φρύνο. Μόνιμος κάτοικος των κρύων ορεινών νερών είναι ο καφετίς ελληνικός βάτραχος. Επίσης ο χωματόφρυνος, πρασινόφρυνος και σαλαμάντρα πλησιάζουν στο νερό αλλά μόνο κατά την περίοδο της αναπαραγωγής.
Επίσης, το ύγρο κλίμα είναι ιδανικό για τα δέκα είδη ερπετών του Δρυμού. Μερικά από αυτά είναι ο ασινόφιδο, η σαΐτα και το λιμνόφιδο.
Τη μεγαλύτερη όμως παρουσία στο Δρυμό την έχουν τα πουλιά, όπου κανένα δάσος δε μπορεί να κάνει χωρίς αυτά, χωρίς το τραγούδι τους, και κανένας ορεινό άγριο τοπίο χωρίς το πέταγμα και τη φωνή του αετού. Είναι περίπου 70 είδη που ζουν στον Δρυμό. Η χιονάδα και ο διπλοκέφαλος είναι από τα πιο σπάνια, καθώς άλλα αξιοσημείωτα πουλιά είναι ο δρυοκολάπτης, ο λευκονώτης, η μεσοτσικλιτάρα, η νανοτσικλιτάρα, και η μαυροτσικλιτάρα.
Ο Δρυμός της Πίνδου προστατεύει επίσης και 10 είδη αρπακτικών πουλιών. Το σημαντικότερο από αυτά είναι ο βασιλιάς των αετών, ο βασιλικός αετός, και ακολουθούν ο χρυσαετός και μικρότερα αρπακτικά όπως το σαΐνη και ο χρυσογέρακας.
Τα θηλαστικά που ζούν στο Δρυμό περιαλμβάνουν και αυτά μερικά σπάνια είδη. Την άνοιξη, τα χνάρια της καφέ αρκούδας καιοι τεράστιες αναποδογυρισμένες πέτρες, ως αποτέλεσμα αναζήτησης τροφής, μαρτυρούν πως η βασίλλισα του δάσους ξύπνησε και πάλι. Ο Δρυμός αποτελεί ένα από τα ελάχιστα καταφύγια στη Ευρώπη με τα απόμερα δάση και τις δυσπρόσιτες πλαγιές. Το χειμώνα οι αρκούδες φωλιάζουν σε σπηλιές ή στις κουφάλες των θεόρατων ρόμπολων. Την άνοιξη, μέχρι και το φθινόπορο, με το που αρχίζει να δύει ο ήλιος αρχζουν να αναζητήνουν τη τροφή τους στα δασή αλλά και στους αγρούς των γύρω περιοχών. Η τοπική παράδοση έχει καταγράψει την έντονη παρουσία της αρκούδας με διάφορα τοπονύμια όπως Αρκουδόρεμα, Αρκουδόλακκος, Αυχένας Αρκούδας.
Στα δάση ζει επίσης και ο αγριόγατος που αναζητά τη τροφή του κατά τη διάρκεια της νύκτας και έτσι κάνει τον εντοπισμό του δύσκολο. Ακόμη ένα σπάνιο είδος που ζει στον Δρυμό είναι αυτό της λύγκας, ένα απειλούμενο προς εξαφάνιση στην Ευρώπη θηλαστικό.
Στα ποτάμια του Δρυμού, Αρκουδόρεμα και Αώος, μπορεί να βρεί κανείς τη βίδρα, ένα υδρόβιο θηλαστικό το οποίο είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο στη ρύπανση των υδάτων και τις ανθρώπινες δραστηριότητες, Αυτό δείχνει τη καλή ποιότητα των υδάτινων οικοσυστημάτων του Δρυμού.
Ακόμη ένα ζημαντικό θηλαστικό που ζει στον Δρυμό είναι το ζαρκάδι που βόσκει το καταπράσινο γρασίδι στα ξέφωτα, με το να είναι όμως πάντα σε επιφυλακή για να μπορέσει να αποφύγει τον εχθρό. Προτιμά να τρέφεται το σούρουπο αλλά όταν δεν υπάρχει ανθρώπινη δραστηριότητα βόκσει και την ημέρα. Στη Βάλια Κάλντα επιβίωνε μέχρι τα τέλη του περασμένου αιώνα και τα τελευταία αυτόχθονα ελάφια της οροσειράς της Πίνδου. Δυστυχώς όμως σήμερα, τα ελάφια αυτά έχουν εξαφανιστεί λόγω του παράνομου κυνηγιού τους. Ανησυχιτικό είναι επίσης το γεγονώς ότι έχει αρχίσει να μειώνεται επικύνδινα και ο αριθμός των ζαρκαδιών για τον ίδιο ακριβώς λόγο.
Το αγριόγιδο είναι το κατ’ εξοχήν ζώο συνδεδεμένο με τα βράχια, τις κάθετες ορθοπλαγιές και τα αλπικά ξέφωτα. Μπορεί να αναρριχιθεί άριστα, να ισορροπεί και να πηδά από βράχο σε βράχο με άριστη ικανότητα. Τα περήφανα αγριόγιδα ζούνε και ομαδικά αλλά και σε μονάδες. Τα θυληκά ζούνε σε μικρές ομάδες, ενώ τα αρσενικά ζουν μοναχικά και παρά μόνο τη περίοδο της αναπαραγωγής, το φθινόπορο, πλησιάζουν το κοπάδι. Και αυτά τα ζώα επίσης απειλούνται από το παράνομο κυνήγι. Το καλοκαίρι ανεβαίνουν στις πιο δυσπρόστιες κορυφές για να μπορέσουν να προστατευθούν τόσο από τον άνθρωπο όσο και από τους λύκους.
Με το που αρχίζει να δύει ο ήλιος αρχίζει και η ζωή των νυχτόβιων ζώων του δάσους. Η νυχτερίδα βγαίνει από τα βράχια, από τις σπηλιές και τις κουφάλες και αρχίζει να χάνεται στον νυχτερινό ουρανό. Άλλο ένα σημαντικό νυκτόβιο ζώο είναι ο νυκτοβάτης, ένα δεντόβιο ζώο που φωλιάζει σε κουφάλες φυλλοβόλων δέντρων και τρέφεται με έντομα.
Πλούσια είναι και η χλωρίδα του Δρυμού που είναι σπάνια με μεγάλο βαθμό ενδημισμού. Έχουν καταγραφεί 415 φυτικά είδη. Στα οφειολιθικά πετρώματα τα φυτά αδυνατούν να αναπτυχθούν ενώ εκείνα που καταφέρνουν να επιβιώσουν έχουν μεγάλους προσαρμοστικούς μηχανισμούς. Τα είδη αυτά είναι σπάνια και έχουν μεγάκη επιστημονική αξία λόγω της ιδιαίτερης εξελεκτικής τους ιστορίας.
Ένα ενδημικό είδος του Δρυμού σε παγκόσμια κλίμακα είναι αυτό της κενταυρέας των ορέων των βλάχων. Άλλα ενδημικά είδη της κεντρικής και βορειοδυτικής Ελλάδας είναι η σολδανέλα της Πίνδου, η σιλένε της Πίνδου και η φριτιλλάρια η ηπειρωτική. Ο Δρυμός φιλοξενεί και άλλα ενδημικά σε ευρύτερη κλίματα είδη. Είδη που συναντώνται στην μόνο στην Ελλάδα και στη Βόρειο Ήπειρο όπως λαδανιά η αλβανική, η βιόλα η αλβανική, ο θύμος ο τευκριοειδής, ο δύανθος ο αιματοκαλυκοειδής, το λείριο το αλβανικό και άλλα ενδημικά είδη των Βαλκανίων όπως ο δύανθος, ο δελτοειδής, η μινουάρτια του Μπαλτατσί, το ρόμπολο και το άλλιο.
Άλλα σπάνια είδη φυτών είναι η βορμουελέρα του Μπαλτατσί, η βορμουελέρα της Τύμφης, ο λεπτόπλαξ ο κρασπεδοειδής, η καμπανούλα του Χώκινς, η βιόλα και η σιλένε της Πίνδου. Επίσης συναντώνται και πολλά ποώδη φυτά και άλλα μεγάλα όμορφα λουλούδια όπως το λείριο το αλβανικό, ο νάρκισσος ο ποιητικός, η τουλίπα η αυστραλιανή και διάφορα είδη οχριδέων. Αξιοσημείωτη είναι επίσης η παρουσία του εντομοφάγου φυτού της πινγκουίκουλας της κρυσταλλοειδούς που φυτρώνει σε μικρές αποικιές στα διάφορα ρέματα του Δρυμού.
Το υγρό κλίμα του Δρυμού ευνοεί την ανάπτυξη πλούσιας μυκοχλωρίδας που αριθμεί τα 86 είδη μανιταριών.