
«…Πρώτα όμως οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε για τι είδους οικολογία μιλάμε. Για την ψευτοοικολογία του life style και της υπόγειας χρηματοδότησης από μεγάλα τραστ συμφερόντων ή την Οικολογία του Αντισυστήματος; Εδώ οφείλουμε να είμαστε απόλυτα ξεκάθαροι. Μέχρι τώρα οι φωνές που ακούγονταν από κάθε κατεύθυνση και με δήθεν διαφορετικό ιδεολογικό χρώμα ήταν στη μεγάλη τους πλειοψηφία φωνές του ίδιου του Συστήματος. Στο σημείο αυτό οφείλουμε να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι.Το Σύστημα έχει τρεις πολύ συγκεκριμένους βραχίονες για να επιβάλλει την καθεστωτική του πολιτική. Πρώτος βραχίονας και φανερός είναι το ίδιο το Καρτέλ των κομμάτων. Σε αυτό περιλαμβάνονται όλα τα κόμματα εξουσίας και παραεξουσίας, αυτά που είναι βουτηγμένα στη μίζα και στη σαπίλα και κλαίνε σαν μωρές παρθένες πάνω από τα καμένα κάθε καλοκαίρι. Τα γνωρίζουμε πια, τα αποφεύγουμε, τα πολεμάμε!
Δεύτερος βραχίονας του Συστήματος είναι οι περίφημες Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια κατεξοχήν προβοκατόρικη υπόθεση, με κρατικές και άλλες υπόγειες χρηματοδοτήσεις, με πολυτελείς διαφημιστικές καμπάνιες, πολύχρωμες εκδόσεις, αθώες διακηρύξεις και καθόλου μα καθόλου δράση. Αυτές στοχεύουν σε μια οικολογία του καναπέ, της φτηνής διασκέδασης ενώ σχεδόν πάντα λειτουργούν σαν παραμάγαζο των καθεστωτικών κομμάτων.Η τρίτη περίπτωση είναι όμως η πιο ενδιαφέρουσα και συνάμα η πιο επικίνδυνη. Πρόκειται για την «οικολογία» των τάχα «εναλλακτικών» της Άκρας Αριστεράς που σκούζει δήθεν όπου σταθεί και όπου βρεθεί ενάντια στο Σύστημα. Από διακηρύξεις και επαναστατικά μανιφέστα φυσικά καλά πηγαίνουν, στην πράξη όμως αποτελούν την πιο ακραία εκδοχή της ψευτοοικολογίας του life style. Εδώ αξίζει να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι.
Ποιος άραγε δεν αναγνωρίζει πως ο χώρος αυτός κυριαρχεί ιδεολογικά και κοινωνικά στον χώρο των Εξαρχείων; Ποιος αμφιβάλλει πως τα Εξάρχεια με τα περισσότερα μπαρ και καφέ και από το ίδιο το Κολωνάκι, αποτελούν στην πράξη ένα κράτος εν κράτει των «εναλλακτικών»; Ωραία λοιπόν, τι έχουν άραγε πετύχει; Έχουν καταφέρει να μετατρέψουν τις πλατείες και τους ελεύθερους χώρους της περιοχής στο υπ’ αριθμόν ένα κέντρο διακίνησης της πρέζας σε όλη της Αθήνα. Έχουν επιβάλλει μια life style κουλτούρα υπερκατανάλωσης και δήθεν επαναστατικότητας για δυνατά πορτοφόλια. Έχουν πετύχει η βρώμα να γίνει κανόνας στους δρόμους και στα σοκάκια της περιοχής και όλο αυτό να θέλουν να μας το παρουσιάσουν ως αισθητική. Άραγε, έχει περάσει κανείς έξω από μία κατάληψη για να δει τι ντουμάνι, σαπίλα, αρρώστια και δυσωδία βασιλεύει;
Αντίθετα εμείς ξεκινάμε από εκεί που οι άλλοι αδιαφορούν. Δηλαδή, παίρνουμε την υπόθεση στα χέρια μέσα στις ίδιες τις γειτονιές που ζούμε. Σε περιοχές υποβαθμισμένες, στα Πατήσια, στον Κολωνό, στο Περιστέρι, σε περιοχές δηλαδή που ζει και εργάζεται ο απλός Έλληνας σε συνθήκες τελείως απάνθρωπες. Μέσα σε γκρίζες πολυκατοικίες, χωρίς ελεύθερους χώρους και πράσινο, με πλατείες γεμάτες από εγκληματίες λαθρομετανάστες και πρεζέμπορες.»